- ἀποδήμου
- ἀπόδημοςaway from one's countrymasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόδημος ελληνισμός — Οι Έλληνες μετανάστες. Εάν ανατρέξουμε στην ιστορία του έθνους μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι Έλληνες πάντοτε ταξίδευαν πολύ και σε ολόκληρη την ιστορία τους ένα σημαντικό ποσοστό τους ζούσε έξω και μακριά από τη μητρόπολη. Οι αποικίες που… … Dictionary of Greek
Совет греков зарубежья — греч. Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού, ΣΑΕ … Википедия
Понтийская Википедия — Эта статья предлагается к удалению. Пояснение причин и соответствующее обсуждение вы можете найти на странице Википедия:К удалению/29 октября 2012. Пока процесс обсужден … Википедия
Neogräzistik — (griechisch: Nεότερη Eλληνική Φιλολογία) bezeichnet eine akademische Disziplin der Geisteswissenschaften, die die sprach , literatur , kulturwissenschaftliche sowie landeskundliche Erforschung und Lehre der griechischen Welt der Neuzeit und… … Deutsch Wikipedia
Anastasia Danae Lazaridis — Anastasia Danae Lazaridis, auch Lazaridou (griechisch Αναστασία Δανάη Λαζαρίδου) ist eine griechische Neogräzistin und seit 1995 Lehrbeauftragte für Neugriechische Sprache und Literatur an der Universität Genf. Arbeitsgebiete von Lazaridis… … Deutsch Wikipedia
Αγγελόπουλος, Παναγιώτης — (Βλαχόραφτι Γορτυνίας 1909 – 2001). Επιχειρηματίας και ευεργέτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Α. μεγάλωσε σε φτωχή οικογένεια και το 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, μαζί με τον πατέρα του και τους δύο αδερφούς του. Τότε επιδόθηκαν στην… … Dictionary of Greek
Δαμανάκη, Μαρία — (Άγιος Νικόλαος Κρήτης 1952 –). Πολιτικός. Σπούδασε χημικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο. Έγινε γνωστή για την αντιδικτατορική της δράση κατά τη διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων. Ήταν η εκφωνήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού του… … Dictionary of Greek
ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… … Dictionary of Greek
Ηλιάσκος, Ιωάννης — (Κωνσταντινούπολη 1863 – Αθήνα 1946).Τραπεζίτης. Μετά τις σπουδές του στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης, άρχισε τη σταδιοδρομία του στην τράπεζα του πατέρα του, Κωνσταντίνου. Εργάστηκε εκεί μέχρι το 1913, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με την… … Dictionary of Greek
Κατάρ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κατάρ Έκταση: 11.437 τ. χλμ. Πληθυσμός: 793.341 (2001) Πρωτεύουσα: Ντόχα (285.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Ασίας, στην Αραβική χερσόνησο, στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα Ν με τη Σαουδική Αραβία… … Dictionary of Greek